- μηδαμόθι
- μηδᾰμ-όθῐ, Adv.A nowhere,
γῆς Plu.2.360a
, Luc.Herm.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γῆς Plu.2.360a
, Luc.Herm.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηδαμόθι — (Α) επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. ουδαμό θι)] … Dictionary of Greek
μηδαμόθι — nowhere indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… … Dictionary of Greek